Ήταν δύο που συζητούσαν. Έπαιζαν με τα κεχριμπαρένια κομπολόγια τους και με κάθε ατάκα ξέρναγαν μίσος για τους άλλους.
Χτύπημα και ατάκα. Για τους άλλους. Για όλους τους άλλους που διέφεραν από αυτούς. Καθόμουν και τους άκουγα σιωπηλά· έπρεπε να μιλήσω, αλλά σώπασα. Με σταματούσαν τα χτυπήματα. Και τότε διερωτήθηκα: πώς μπορεί να νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι που τα κομπολόγια τους έχουν μεγαλύτερη αξία από τους ίδιους; [Χτύπημα] Σάστισα όταν κατάλαβα ότι νοερά συμπεριφέρθηκα όπως εκείνοι, που τόσο διέφεραν από μένα. Και τα χτυπήματα από τα κομπολόγια τους έδωσαν ήχο στις υποτιμητικές μου σκέψεις. Για να θυμάμαι. Κωνσταντίνος Μαρούγκας
0 Comments
Θυμήσου, μια στο τόσο, να βγαίνεις εκτός προγράμματος.
Σβήσε τους αριθμούς από το ρολόι που ελέγχει τις υποχρεώσεις σου και άσε τους δείκτες να σου θέσουν άγνωστο προορισμό. Αφέσου σε επιθυμίες ημερήσιες που είχες αμελήσει και πάρε μαζί σου αγαπημένη συντροφιά, την αχόρταγη κοινωνική σου φύση να ικανοποιήσεις. Η ομορφιά της συννεφιασμένης πόλης είναι απαράμιλλη, εντάσσει κι εσένα εκούσια στις δομές της. Χρειάζεται το φως της περιέργειάς σου, να αναδείξεις τα στενά της. Δεν θα σ' το ζητήσει, αλλά σε έχει ανάγκη. Ανακάλυψέ την ξανά. Περπάτα, μην αφεθείς σε ξένα μέσα. Τα πόδια σου είναι ικανά να σε πάνε εκει που δεν θέλουν οι χαρτογράφοι της πόλης. Δες τη θέα απο χαμηλά και άκου τις φωνές που μεταφέρει ο μολυσμένος αέρας. Σήμερα το σώμα σου δε φθείρεται. Πριν φύγεις. Πριν επιστρέψεις. Πριν εγκαταλείψεις το δείγμα ελευθερίας, κράτα στο νου σου μία εικόνα, για να μη λησμονήσεις τη μέρα αυτή. Τη μέρα που έσβησες τους αριθμούς από το ρολόι σου. Κωνσταντίνος Μαρούγκας Μη με αφήνεις να δω άλλο. Αυτό μου έμεινε, ένα κομμάτι ύφασμα που τρώει τη σάρκα μου.
Η έμψυχη υπόστασή μου δεσμεύτηκε από άγραφους κανόνες αντρών, από τότε που γεννήθηκα γυναίκα από γυναίκα. Ακόμα βλέπω. Άντε, γίνε πιο σκληρός. Τύλιξε το τούλι πιο σφιχτά να εισχωρεί στο δέρμα γύρω από τα μάτια μου. Ποιο χρώμα άραγε επιθυμώ να με τυφλώσει; Προτιμώ το λευκό για να το λερώσω με αίμα κοριτσίστικο, μουσκεμένο με υγρά δικά μου, αφού το κορμί μου στεγνώσει και γίνω αυτό που θες. Κι ας με πονάει. Όπως τόσες αθώες. Κι ας τις πονούσε. Γιατί τίποτα δεν αλλάζει τους νόμους των αντρών, όσο υπάρχουν γυναίκες που τυφλά τους προσκυνάνε. Κωνσταντίνος Μαρούγκας Γι’ αυτούς που ξεψυχούν ποια χρονική βαθμίδα χρεώνουμε σε αυτά που μέσα μας εξακολουθούν να ζουν:
αγαπώ ή αγαπούσα; Μια και τέτοιου είδους αγάπη δεν προλαβαίνει να σβήσει μα εδράζεται μέσα μας. Άχρηστη σαν μια παλιά καμένη λάμπα ως όπλο στα σκοτάδια. Δεν την αξιοποιούμε, τη φυλάμε, ενίοτε τη στολίζουμε και σπανίως τη δείχνουμε. Τη δείχνουμε σε άλλους που δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι κάποτε αυτή η παλιά καμένη λάμπα έκανε το σπίτι να γεμίζει φως. Κωνσταντίνος Μαρούγκας Επέλεξαν να με τοποθετήσουν από τα αριστερά σου· σε όλα αυτά τα άγια κείμενα που άλλαξαν τον κόσμο, θα βρίσκομαι πάντα από τα αριστερά σου. Ένας ληστής κοινός σαν όλους τους άλλους. Δεν σε ήξερα, δεν με ήξερες.
Τον άλλον, τον τρίτο που τον έβαλαν από τα δεξιά σου εκείνη την ημέρα τον ήξερα, κάπου είχα εντοπίσει την παρουσία του -η ίδια κάστα βλέπεις- εσένα όμως δεν σε είχα δει ποτέ. Κάπου άκουσα για εσένα, αλλά δεν τους πίστεψα. Πίστευα πως θα είσαι κάποιος τρελός της εποχής, όπως πολλοί που παραδόθηκαν στον θάνατο, ύστερα από αποφάσεις σπουδαίων. Μπορούσα να σε δω, ήσουν ψύχραιμος, αν και γεμάτος πληγές. Εγώ ποτέ μου δεν ήμουν ψύχραιμος. Κατάφερα όμως να ξαφρίσω πολλά μαγαζιά. Πάνω στον σταυρό όμως κατάλαβα πως δεν κατάφερα τίποτα τελικά. Εσύ όμως, ακούγεται πως άλλαξες τον κόσμο. Θα αρχίσεις, λένε, με τον θάνατό σου την επανάσταση. Εγώ δεν κατάφερα τίποτα. Τίποτα! Δεν θυμάται κανείς το όνομά μου. Για όλους είμαι: «ο ληστής από τα αριστερά σου». Μπορούσα να σε δω με την άκρη του ματιού μου, αν και πονούσα κάθε φορά που σήκωνα το κεφάλι μου. Υποφέραμε και οι δύο με τον ίδιο τρόπο. Και τους τρεις μας σταύρωσαν για να λυτρωθεί ο κόσμος. Και οι τρεις κακοποιά στοιχεία για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Από εμάς ο κόσμος τελικά απαλλάχθηκε, από εσένα ποτέ. Έγινες κομμάτι της ανθρωπότητας. Δεν ήξερα για ποιον λόγο σε σταύρωσαν, ούτε γνωρίζω αν ήξερες εσύ για εμένα. Ήμασταν και οι δύο ετοιμοθάνατα κορμιά σε ξύλο. Ο κόσμος δάκρυζε γύρω μας, σε εσένα βρίσκονταν υποταγμένοι με ευλάβεια, σε εμένα δεν υπάρχει κανείς. Ούτε η μητέρα μου δεν εμφανίστηκε από ντροπή. Εσύ στις τελευταίες σου στιγμές, έχεις εκείνη που σε γέννησε να κλαίει· κλαίει και φυτρώνουν άνθη, λένε. Εγώ μυρίζω μόνο αίμα, τίποτα άλλο. Στρέφω με όση δύναμη μου απομένει και σου φωνάζω: «Αν είσαι αυτός που λένε, σώσε μας!» Δεν μου απάντησες. Σιώπησες. Άρχισα να γελάω και καθώς γελούσα, ασφυκτιούσα. Θα πέθαινα από λεπτό σε λεπτό… Πριν σκύψω το κεφάλι και παραδοθώ, σε είδα να με κοιτάς. Μέσα από το αθώο βλέμμα σου αντίκρισα το μέλλον: τον πόνο, τη διαφθορά, το κέδρος, τη μισαλλοδοξία, το αίμα που θα χυθεί για εσένα... Τρόμαξα. Ήλπιζα να πεθάνω μπας και σταματήσει η ντροπή μου. Η ντροπή μου για τους ανθρώπους τους ιερούς. Ήθελα να εξαφανιστώ. Να χαθώ και να πάρω και σένα μαζί μου. Και χαθήκαμε. Για λίγο περπατούσαμε και οι τρεις σε ένα λευκό φως, δεν μιλούσε κανείς μας. Ακολουθούσαμε ταπεινά το φως, ο ένας δίπλα στον άλλον. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ήχος μεταλλικός, όμοιος με της καμπάνας. Κραυγές και αχός μάχης σε τράβηξαν προς τα πίσω. Εμείς φτάναμε στην κόλαση κι εσύ επέστρεφες σε αυτήν. Αναστήθηκες, λένε. Κωνσταντίνος Μαρούγκας [λένε]
Αντέχεις! Αντέχεις εσύ! Αντέχεις, είσαι εσύ! Αντέχεις, εσύ είσαι δυνατός! Αντέχεις, είσαι δυνατός εσύ! Αντέχεις, δυνατός είσαι εσύ! Αντέχεις εσύ, είσαι δυνατός! [λένε] Εσύ είσαι δυνατός, αντέχεις! Εσύ αντέχεις, είσαι δυνατός! Εσύ δυνατός είσαι, αντέχεις! [λένε] Δυνατός είσαι εσύ, αντέχεις! Δυνατός είσαι, εσύ αντέχεις! Δυνατός είσαι, αντέχεις εσύ! [λένε] Είσαι δυνατός εσύ, αντέχεις! Είσαι δυνατός, εσύ αντέχεις! Είσαι δυνατός, αντέχεις εσύ! [λένε] Εσύ δυνατός, αντέχεις είσαι! Δυνατός αντέχεις, εσύ είσαι! Είσαι αντέ χεις, δυνα τος εσύ! Αν τέχεις δυνατος, ει σαι εσύ! [λένε] Εισυ αδύτοσαις, εναχ ει ντες! [λένε] Σα υδυ σει το σαι! να εχε ιντς, [λένε] Κωνσταντίνος Μαρούγκας Όλοι-
Μας έκαναν να νιώθουμε αταίριαστοι. Όχι μόνο δεν μας δέχονταν, αλλά μας πολεμούσαν, ώσπου να χαθούμε. Έτσι, μείναμε μόνοι μας. Εγώ με εσένα. Πλέον μόνος. Εγώ. [Τα κατάφεραν, χάθηκες. Απέτυχα, χάθηκες.] Κανένας- Κωνσταντίνος Μαρούγκας |
Κωνσταντίνος Μαρούγκας
Ο Κωνσταντίνος Μαρούγκας γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί σήμερα. Σπούδασε Παιδαγωγική στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας συνεχίζοντας Μεταπτυχιακές Σπουδές στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Θεωρία, Πράξη και Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου: Εκπαιδευτικός Σχεδιασμός». Ταυτόχρονα σπούδασε Θεατρολογία στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας. Έχει ειδίκευση στο θεατρικό παιχνίδι και τη δραματοποίηση κειμένων, όπου η δεύτερη αποτελεί το επιστημονικό του ενδιαφέρον. Ωστόσο, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαστηρίων καλύπτει σημαντικό μέρος της ζωής του, καθώς εργάζεται ως θεατρολόγος/εμψυχωτής σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία στην Αττική. Από μικρή ηλικία έδειξε την έφεσή του στις τέχνες, δίνοντας έμφαση στη δημιουργικότητα που πηγάζει από τον χαρακτήρα του. Ασχολείται με το θέατρο μέσω ομάδων, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ως ηθοποιός σε θέατρα και φεστιβάλ. Παράλληλα είναι συγγραφέας λογοτεχνικών κειμένων, που σύμφωνα με τον ίδιο είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκφραστεί, ενώ παράλληλα μπορεί να θίγει ζητήματα που τον απασχολούν υπό το πρίσμα της λογοτεχνίας. Έχει συγγράψει δύο βιβλία αλληγορικού χαρακτήρα: Ασυνήθιστα Μύρτιλλα, εκδ. Φυλάτος (2015), Ατελή Αγάλματα, εκδ. Πνοή (2019) και διατηρεί ιστοσελίδα με απόψεις για λογοτεχνικά βιβλία (www.99lexeis.weebly.com). |