Σχεδιάσματα
  • Αρχικη
  • Πληροφοριες
  • Χειρογραφα
  • Επικοινωνια
  • Αρχικη
  • Πληροφοριες
  • Χειρογραφα
  • Επικοινωνια

• σελίδες ​από το προσωπικό τετράδιο συγγραφής​
ενός άστατου μυαλού
•


Το ανάλαφρο πέταγμα μιας πεταλούδας

22/11/2017

0 Comments

 
Picture
«Και αν τύχει να ξαναγεννηθώ, επιθυμώ να ζήσω λίγο ακόμα μαζί σου· μιας και τώρα δεν τα κατάφερα» είπε ο ηλικιωμένος άντρας με χαμηλή φωνή. Ένα δειλό «συγχώρα με» πέταξε από τα χείλη του επισφραγίζοντας τον θάνατό του. Προσοχή να δίνεις στις ευχές που κάνεις, σκέφτηκα εγώ, καθώς συνέλαβα την παραπάνω φαντασία. Η πειθώ της εκπλήρωσης για μια ευχή είναι αντίστοιχη της ματαίωσής της. Η πραγματοποίηση ή όχι κρίνεται στην τελική σου σκέψη, πριν ολοκληρώσεις την ευχή, θετική ή αρνητική αντίστοιχα.
                                                                                               
Στο κρεβάτι του τον φρόντιζε η σύζυγός του· επιθυμία της ήταν να είναι ζεστό, όπως κάθε βράδυ, ώστε να θεωρεί πως απλώς θα κοιμηθεί, έτσι όπως γινόταν τόσα χρόνια. Ήθελε να έχει ο άντρας της ως τελική ανάμνηση τον χώρο που άφηνε την τελευταία του πνοή κάθε βράδυ, μέχρι να ανασάνει ξανά στο εγερτήριό του. Όπως ο ήλιος χάνεται κάθε βράδυ, έτσι είχε στο μυαλό της η γυναίκα την ανθρώπινη κατάσταση. Οι άνθρωποι βυθίζονται στο σκοτάδι κάθε βράδυ και το πρωί ανατέλλουν. Ο άντρας της όμως δεν θα ξυπνούσε ξανά και η ίδια θα αναγκαζόταν να ζήσει σε έναν πλανήτη δίχως ήλιο, σε μια παγωμένη καθημερινότητα. Η γυναίκα τού κρατούσε σφιχτά το χέρι και τα γερασμένα χέρια τους έμοιαζαν ίδια. «Θα μου λείψεις» ψέλλισε με όση φωνή της είχε μείνει. Βαστούσε τη δύναμή της για τη συνέχεια. Θα έπρεπε να μιλάει πολύ, να απαντά στα σχόλια που κάνουν πάντα οι διάφοροι, να σωπαίνει σε αυτά που δεν ήθελε πια να απαντά. Αλήθεια πόση δύναμη χρειάζεται για να μπορέσεις να σιωπάς, όταν σε προκαλούν να μιλήσεις; Η γυναίκα είχε μεγάλο σθένος και νόμιζε πως θα τα καταφέρει για καιρό ακόμα, η θύμησή του, είκαζε, θα τη βοηθούσε στον μοναχικό της αγώνα.
                                                   
Εκείνο το βράδυ, το βράδυ του αποχωρισμού τους, στον χώρο όλα έμοιαζαν κρύα, αλλά ταυτοχρόνως φιλικά και οικεία. Θα της έλειπε σίγουρα, ωστόσο δεν ήθελε να λυπάται τον άντρα της. Αυτός τώρα θα πετούσε, θα έβλεπε τα πάντα από ψηλά, όπως του άρεσε και του άρμοζε. Εκείνος, όντως, πετούσε ψηλά. Το μόνο που ένιωσε ήταν ένα τσίμπημα στην καρδιά του και έχασε εντελώς το έλεγχο του σώματός του. Για να το βιώσεις κι εσύ, σκέψου πώς νιώθεις, όταν μουδιάζει ένα μέλος πάνω στο σώμα σου. Όσο και να προσπαθήσεις δεν μπορείς να το ελέγξεις και αν τολμήσεις να το πιέσεις, πονάς. Στην αρχή ο άντρας προσπάθησε να κρατήσει την ψυχή του δέσμια με το σώμα του, αλλά απέτυχε σε αυτήν την πρωτόγνωρη και βεβιασμένη απόπειρα. Έφυγε γρήγορα, βιαστικά, λες και έπρεπε να επιτελέσει έναν νέο σκοπό αυτή η ψυχή. Ήθελε να της πει ότι θα γυρίσει, ήθελε να τον περιμένει, ήθελε να την κάνει να πιστέψει ότι θα την προσέχει και θα είναι δίπλα της στα πρωτόγνωρα που θα ζούσε και αυτή. Επέλεξε λοιπόν να φύγει γρήγορα για να ξεχάσει ότι ηττήθηκε, να χάσει το παλιό του σώμα, το φθαρμένο, να αφήσει την περασμένη του ζωή· να μη θυμάται ότι απέτυχε στην εκπλήρωση της υπόσχεσής του να ξεψυχήσουν μαζί. Σε μια τέτοια αγάπη αναφέρομαι.
                                                           
«Μα μου υποσχέθηκες! Το είχες πει, θα ζούσαμε ακόμη τόσα· τόσα ζήσαμε μαζί που υπόσχονταν διαρκώς μια συνέχεια. Γιατί έφυγες;» συλλογιζόταν η γυναίκα όλο και πιο έντονα, όσο περνούσαν οι μέρες. Κρατούσε διαρκώς στο χέρι της μια φωτογραφία από τον καιρό που ήταν και οι δύο νέοι. Ήταν ασπρόμαυρη και έμοιαζε να συνομιλεί μαζί του μέσω του κειμηλίου του παρελθόντος. Πόσο σπουδαίο το παρελθόν, να τρέφεσαι από αυτό, όταν το αύριο μοιάζει ανιαρό. Ξέρεις, όταν κοιτάζεις αποτυπώματα στο χαρτί, παίρνεις δύναμη για να ζήσεις νέες εμπειρίες με τα άτομα που το λέρωσαν. Όταν δεν τους έχεις πια, οι φωτογραφίες δεν σου προσφέρουν τίποτα παραπάνω από λύπη· ζήλο για εγκατάσταση στις ημέρες εκείνες. Κανένα τέτοιο στοιχείο δεν πρέπει να μένει στην κατοχή αυτού που μένει πίσω, αυτού που περιμένει το θαύμα. Όλα πρέπει να καίγονται, να εξαγνίζονται· έτσι μόνο θα προωθηθεί το παρόν, ώστε να εξελιχθεί σε μέλλον. Η γυναίκα άφησε τη φωτογραφία στο τραπέζι ανάποδα. Στο πίσω μέρος ήταν γραμμένη μια ημερομηνία, αρκετά χρόνια πριν, και ένα μέρος κάπου στον κόσμο. Δεν είχε σημασία. Σημασία δόθηκε από την ίδια σε μία κάμπια που ανέβηκε στη φωτογραφία και άρχισε να τρώει την πάνω αριστερή γωνία.
                                                                                                        
«Φύγε καταραμένο έντομο!» φώναξε η γυναίκα, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία και την ενέργεια της κάμπιας πάνω στο χαρτί. Με μια κίνηση την πέταξε κάτω από το τραπέζι και μονομιάς η κάμπια βρέθηκε στον κήπο. Το έντομο απομακρύνθηκε από την πρώτη του απόπειρα γεύσης του παρελθόντος της ηλικιωμένης και επόμενος προορισμός του ήταν ένα πορτοκαλί τριαντάφυλλο. Την τριανταφυλλιά την είχε φυτέψει ο άντρας για να προσφέρει ένα από τα άνθη στη γυναίκα, κάθε φορά που της υπενθύμιζε πόσο όμορφη ήταν· καθημερινά δηλαδή και ειδικότερα όσο γερνούσε. Η τριανταφυλλιά ήταν πλούσια πλέον, ευτυχούσε που δεν υπήρχε κάποιος να της κλέβει τα λουλούδια. Η κάμπια θα γινόταν ο νέος αντίπαλος, ήθελε και αυτή να της στερήσει κάποια από τα τριαντάφυλλα.
                                       
Ο καιρός πέρασε και η γυναίκα ήταν σε άσχημη κατάσταση. Φίλοι και γνωστοί την πλησίαζαν, αλλά εκείνη ήθελε να μένει μόνη. Καθόταν στην αυλή και κοιτούσε τον κήπο να μαραίνεται. Στο μεγαλείο του κήπου που κάποτε πότιζε, πλέον έβλεπε την παρακμή του. Η πτώση μιας φυσικής αυτοκρατορίας λουλουδιών ήταν πια εμφανής. Εκεί στο καφέ τοπίο που μαρτυρούσε τη φθορά, εντόπισε το μοναδικό στοιχείο ζωής, το πράσινο έντομο που προσπαθούσε να βρει κάτι φρέσκο να φάει. Η κάμπια επεδίωκε να τραφεί από κάτι που θύμιζε θάνατο. Τη λυπήθηκε. Την πήρε με το δάχτυλό της και την έβαλε να κατοικήσει στα γλαστράκια με τα μυρωδικά που είχε στη βεράντα της. Αυτά δεν είχε σταματήσει να τα ποτίζει. 
                                                     
Η κάμπια την έκανε να χαμογελάσει μετά από καιρό. Είχε μια νέα παρέα, έναν λόγο να ξυπνάει και να παρακολουθεί μια προσπάθεια επιβίωσης, μια πορεία ζωής. «Θα σε βοηθήσω να φας, να εξελιχθείς, θα υπομείνω την αδράνειά σου στο κουκούλι και εύχομαι να σε θαυμάσω στην πιο φανταχτερή μορφή σου, όταν γίνεις πεταλούδα! Ξέρεις τι; Θα σου δώσω να φας και τις φωτογραφίες που επιθύμησες τότε. Για εμένα πλέον είναι μόνο πηγή θλίψης, για εσένα πηγή ζωντάνιας. Επίτρεψέ μου όμως για κάθε μια από τις φωτογραφίες να σου αφηγούμαι και την ιστορία που έζησα μαζί του. Αυτού που την απουσία προσπαθείς εσύ πλέον να καλύψεις» της μίλησε χαμηλόφωνα η γυναίκα και κράτησε στα γόνατά της ένα κουτί με φωτογραφίες εκείνης και του άντρα της, από όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Η κάμπια καθόταν δίπλα της στο γλαστράκι με τον βασιλικό και κάθε φορά που τελείωνε και μια ιστορία που αφορούσε την εκάστοτε φωτογραφία, την τοποθετούσε κοντά της και η κάμπια ανέβαινε πάνω αρχίζοντας να την καταστρέφει.    Κάθε μέρα η γυναίκα έδινε στην κάμπια από μια χάρτινη φωτογραφία· από ανόητες μέχρι γαμήλιες. Η κάμπια εισέπραττε την κατάλληλη ενέργεια για να μεταλλαχθεί. Η γυναίκα ήταν χαρούμενη ξανά, ένιωσε υπερήφανη που το κουτί της ήταν γεμάτο με στιγμές, γεμάτο με χάρτινες ασπρόμαυρες αναμνήσεις. Η κάμπια έτρωγε με μανία το χαρτί και άκουγε τις ιστορίες της γυναίκας. «Ταΐζοντάς σε αναμνήσεις θα σε βοηθήσω να σκληρύνεις μια ώρα αρχύτερα. Σε αυτό άλλωστε συμβάλλουν οι αναμνήσεις» της έλεγε η γυναίκα τρυφερά κάθε φορά που έσκιζε το χαρτί σε μικροσκοπικά κομμάτια.  Η διαδικασία αυτή αποδείχτηκε ωφέλιμη και για τις δύο. αν σκεφτείς και οι δύο ζούσαν αυτό που ήθελαν.
                       
Ένα πρωινό η γυναίκα σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει την κάμπια, να συνεχίσει να εξιστορεί τα γεγονότα που στιγμάτισαν τη ζωή της. Εκείνη τη μέρα θα της έλεγε για την πρώτη φορά που πήγαν ταξίδι με το αυτοκίνητό τους. Η γυναίκα ήταν γεμάτη ανυπομονησία, αλλά η κάμπια ήταν άφαντη, δεν μπορούσε να τη βρει, όσο και να έψαξε. Ξαφνικά κοίταξε κάτω από το γλαστράκι του βασιλικού και είδε ένα σκληρό κουκούλι. Η κάμπια ήταν μέσα. Σίγουρα θα ονειρευόταν όλες τις ιστορίες που της είχε αφηγηθεί η γυναίκα. Πόσο κρίμα που δεν άκουσε όμως για το μεγάλο ταξίδι. Θα της το έλεγε, όταν πια μεταμορφωνόταν σε πεταλούδα. Ήταν τόσο χαρούμενη στην ανάμνηση και μόνο του πρώτου τους ταξιδιού με αυτοκίνητο· δεν έβλεπε την ώρα να μοιραστεί αυτήν την ιστορία! Κοίταξε για λίγη ώρα τη φωτογραφία, αναστέναξε και την άφησε στο τραπέζι της βεράντας κοντά στον βασιλικό.                                                                                                      
Οι μέρες περνούσαν και η γυναίκα κάθε τόσο κοιτούσε σε τι κατάσταση βρισκόταν το κουκούλι. Ένα βράδυ, λίγο πριν ξαπλώσει, είχε σκύψει και το κοιτούσε προσεκτικά. Επεξεργαζόταν κάθε σημάδι που είχε πάνω του. Θέλησε να της μιλήσει, αλλά ήταν σίγουρη ότι δεν θα την άκουγε. Την καληνύχτισε ψιθυριστά και η γυναίκα χαμογέλασε σαν κοριτσάκι. Ήξερε πως η κάμπια της προετοιμαζόταν για τη μεγάλη στιγμή! Ήθελε να της πει πολλά, όμως ήταν προτιμότερο να κάνει ησυχία και να της δώσει τον χρόνο που επιθυμούσε.                          
                                                          
Την επόμενη μέρα η γυναίκα δεν μπόρεσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, τα πόδια της δεν τη βαστούσαν. Ένιωθε άρρωστη. Η μόνη της έγνοια ήταν να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν το κουκούλι. Όλη νύχτα βρισκόταν σε αγωνία για το αν θα προλάβει να δει την κάμπια να εγκαταλείπει το κουκούλι της ως πεταλούδα. Προσπάθησε να σηκωθεί και έπεσε κάτω χτυπώντας το κεφάλι της στο μαρμάρινο πάτωμα. Φώναζε για αρκετή ώρα βοήθεια, αλλά δεν την άκουγε κανείς. Πόσο ήθελε η κάμπια να μπορούσε να τη βοηθήσει· δεν είχε κανέναν άλλον κοντά της. Η γυναίκα σύρθηκε μέχρι τη βεράντα και κοίταξε το γλαστράκι με το βασιλικό. Το κουκούλι ήταν εκεί· πάνω του μπόρεσε να διακρίνει μια μικρή ρωγμή. Το αγωνιώδες ένστικτό της δεν βγήκε λανθασμένο τελικά. Μπορεί να μην πρόλαβε να δει την πεταλούδα, ωστόσο είχε φτάσει πολύ κοντά. Παρά τον πόνο της, χαμογέλασε και δάκρυσε από χαρά.  
                                                                                                 
Ύστερα από λίγες ώρες προσπάθειας να σηκωθεί και αφού δεν την άκουσε κανείς, η γυναίκα ξεψύχησε στην βεράντα. Η τελευταία της ανάμνηση ήταν η ρωγμή από το κουκούλι να ανοίγει υποταγμένη από ένα δειλό, ασπρόμαυρο φτερό που προσπαθούσε να ελευθερωθεί! Το πρόσωπο της γυναίκας έμεινε γαλήνιο…                

Μην ξεχνάς όμως ότι η ιστορία αυτή είναι προϊόν της ευχής ενός ηλικιωμένου άντρα. Η ψυχή της γυναίκας, όταν απελευθερώθηκε από τα δεσμά του σώματός της συνάντησε την πεταλούδα που μόλις είχε βγει από το κουκούλι. «Εσύ ήσουν!» αναφώνησε η ψυχή της γυναίκας στην πεταλούδα. «Σ’το είχα πει, ότι αν τύχει να ξαναγεννηθώ, θα ήθελα να ζήσω λίγο ακόμα μαζί σου» είπε ο άντρας μέσα από το πέταγμα της πεταλούδας και συνέχισε «σε λίγο θα ταξιδεύουμε μαζί, οι πεταλούδες ζουν μονάχα λίγες ώρες». Η ψυχή της γυναίκας πήρε και αυτή την αρχαία μορφή για τις ψυχές και έμοιαζαν με δύο πανέμορφες, ασπρόμαυρες πεταλούδες που πετούσαν προς τον ουρανό. «Το ήξερα ότι θα ξανάρθεις!» είπε η ψυχή της γυναίκας και ολοκλήρωσε «δεν ήταν τυχαίο που αποφάσισα να εξιστορήσω όλη μου τη ζωή σε αυτό το έντομο! Έπρεπε να σ’τα θυμίσω όλα, για να φύγουμε μαζί, όπως μου είχες υποσχεθεί». Οι δύο ψυχές χόρευαν με κυκλικές κινήσεις και έφτασαν πιο ψηλά από τα σύννεφα. Και οι δύο δάκρυζαν από ευτυχία που κατάφεραν το αδιανόητο, αυτό που η λογική δε δέχεται και η αγάπη πάντα καταφέρνει.                                                            
Ύστερα από λίγο στη Γη άρχισε να βρέχει, ένα συναίσθημα λύτρωσης και ευφορίας γέμισε τις καρδιές των ανθρώπων που τους άγγιζαν οι ψιχάλες. Τα δάκρυα από τις δύο πεταλούδες επανέφεραν στους ανθρώπους τη χαμένη πίστη για ευτυχία. Όσο για το σώμα της γυναίκας; Βρέθηκε το απόγευμα από την κόρη της. Δίπλα στο νεκρό σώμα φαίνεται να έπεσε η ασπρόμαυρη φωτογραφία με το αυτοκίνητο και τους δύο γονείς της χαμογελαστούς. Ετοιμάζονταν για ένα μεγάλο ταξίδι, όπως θα συνέβαινε και τώρα…
 
Κωνσταντίνος Μαρούγκας
0 Comments



Leave a Reply.

    Κωνσταντίνος Μαρούγκας

    Ο Κωνσταντίνος Μαρούγκας γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί σήμερα. Σπούδασε Παιδαγωγική στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας (Παιδαγωγικό Τμήμα Δευτεροβάθμιας) συνεχίζοντας Μεταπτυχιακές Σπουδές στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Θεωρία, Πράξη και Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου: Εκπαιδευτικός Σχεδιασμός». Στη συνέχεια σπούδασε Θεατρολογία στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας και πλέον συνεχίζει ως υποψήφιος διδάκτορας στον τομέα της «Διδακτικής του Θεάτρου». Έχει ειδίκευση στο θεατρικό παιχνίδι, ενώ η δραματοποίηση κειμένων αποτελεί το επιστημονικό του ενδιαφέρον. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαστηρίων καλύπτει σημαντικό μέρος της ζωής του, καθώς εργάζεται ως θεατρολόγος/εμψυχωτής σε δημοτικό σχολείο (Σχολή Χατζήβεη) και καλλιτεχνικούς χώρους, εμψυχώνοντας ομάδες παιδιών και ενηλίκων. Από μικρή ηλικία έδειξε την έφεσή του στις τέχνες επιλέγοντας αντίστοιχες επιμορφώσεις. Ασχολείται με το θέατρο μέσω ομάδων, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ως ηθοποιός σε θέατρα και φεστιβάλ. Παράλληλα είναι συγγραφέας λογοτεχνικών κειμένων, γεγονός που τον βοηθάει να εκφράζεται, καθώς θίγει ζητήματα που τον απασχολούν υπό το πρίσμα της λογοτεχνίας. Έχει γράψει δύο βιβλία αλληγορικού χαρακτήρα με τίτλους «Ασυνήθιστα Μύρτιλλα», εκδ. Φυλάτος (2015), «Ατελή Αγάλματα», εκδ. Πνοή (2019), για το οποίο απέσπασε βραβείο Everly (2ο Καλύτερο Βιβλίο Φαντασίας Έτους 2019 Έλληνα Συγγραφέα), ενώ πρωτότυπα έργα του βρίσκονται σε δύο συλλογικούς τόμους «Έρως Λυσιμελής» εκδ. Παπαδημητρόπουλος (2020) και «Τα Χαϊκού της Άνοιξης» εκδ. Ανεμολόγιο (2021), ύστερα από λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το Θέατρο και η Λογοτεχνία αποτελούν τους δύο βασικούς άξονες τόσο για την επιστημονική του πορεία, όσο και για την καλλιτεχνική, εξελίσσοντας το πεδίο που εφάπτονται με τις δράσεις του.

    Picture

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.